Συμβουλευτική Γονέων

 

Συχνά, το σύμπτωμα του παιδιού / εφήβου αποτελεί έκφραση της δυσλειτουργίας όλης της οικογένειας ή του ζευγαριού ή της μητέρας ή του πατέρα.
Παρόλο που είναι γνωστό ότι η ψυχική διαταραχή είναι αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης πολλών παραγόντων (βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτισμικών) και ότι δεν είναι απαραίτητο όλα τα παιδιά με ψυχολογικές δυσκολίες να έχουν ανεπαρκείς γονείς, εντούτοις κρίνεται απαραίτητο οι γονείς, παράλληλα με την ψυχοθεραπεία του παιδιού να επεξεργάζονται ζητήματα που αφορούν στον γονεϊκό τους ρόλο, στα πλαίσια της συμβουλευτικής γονέων.


Ωστόσο γιατί είναι αναγκαίο να βλέπουμε τους γονείς παράλληλα με το παιδί;

Καταρχήν το παιδί βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τους γονείς του, σε αντίθεση  με τον ενήλικο, ο οποίος έχει πετύχει (λιγότερο ή περισσότερο) μια εξωτερική ανεξαρτησία από αυτούς. Έτσι γίνεται φανερό ότι κανένα παιδί δεν μπορεί να προχωρήσει στην προσωπική του θεραπεία, αν παραμείνει η ίδια δυναμική στην οικογένεια, η οποία συχνά με ασυνείδητο τρόπο ενισχύει και τροφοδοτεί το σύμπτωμα.
Το παιδί έχει ανάγκη από τους γονείς του για την κάλυψη των φυσικών και ψυχολογικών του αναγκών. Δεν είναι σε θέση να έρθει σε θεραπεία με δική του θέληση, ακόμα και αν το χρειάζεται. Επίσης, μπορεί να μην υποφέρει από τα συμπτώματά του, όπως συμβαίνει με τους ενήλικες. Αλλά και ποιό παιδί μπορεί να προχωρήσει στην ψυχοθεραπεία του, όταν οι γονείς του δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της επιθυμίας τους να συνεργαστούν με τους ειδικούς για την θεραπεία ; Όταν δεν αναγνωρίζουν την πολύτιμη συμβολή της δικής τους συνεργασίας και αντιμετωπίζουν το παιδί που υποφέρει, ως το άρρωστο μέλος της οικογένειας το οποίο νοσεί και οφείλει η θεραπευτική ομάδα μεμονωμένα να το αναλάβει και να το κάνει καλά;
Είναι σημαντικό, επίσης, να τονιστεί ότι είναι απαραίτητη η παρουσία και των δυο γονέων, τόσο στην διαγνωστική φάση, για την λήψη του ιστορικού του παιδιού, όσο και κατά την διάρκεια της συμβουλευτικής γονέων. Έτσι το παιδί γνωρίζει ότι υπάρχει ενδιαφέρον και συγκατάθεση και από τους δυο γονείς. Ότι και οι ίδιοι δουλεύουν και επενδύουν ταυτόχρονα στη δική τους θεραπεία.
Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς έχουν πολλά φορτία και χρειάζονται ένα δικό τους «χώρο», όπου να μπορούν να μοιραστούν τα προβλήματα που τους απασχολούν και να βοηθηθούν. Το άγχος ή η ανησυχία των γονιών μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ο εμφανέστερος πηγάζει από τη διαπίστωση ότι κάτι δεν πάει καλά με την εξέλιξη του παιδιού τους. Η διαπίστωση αυτή συχνά πυροδοτεί στους γονείς συναισθήματα ανεπάρκειας ή και ενοχής, κάτι που επιτείνει το άγχος τους. Άλλοι, αντίθετα, εκλογικεύουν ή ελαχιστοποιούν τη συμπτωματολογία των παιδιών τους, αναβάλλουν την απόφαση να ζητήσουν βοήθεια, ελπίζουν τα συμπτώματα να εξαλειφθούν από μόνα τους μέσα από την ηλικιακή ωρίμανση, θυμώνουν με τον σύμβουλο γιατί γίνεται φορέας «κακών νέων» που θα προτιμούσαν να μην ξέρουν, από φόβο μήπως η διαγνωστική εκτίμηση από τον ειδικό και η πιθανή ψυχοθεραπεία του παιδιού τους  θέσει κατά κάποιο τρόπο τη σφραγίδα για την αποτυχία- όπως συχνά αισθάνονται – εκπλήρωσης του γονεϊκού τους ρόλου.
Ας διευκρινιστεί ότι η συμβουλευτική των γονέων δεν γίνεται από τον ίδιο θεραπευτή του παιδιού, παρόλο που η συνεργασία των θεραπευτών μεταξύ τους είναι αυτονόητη. Αυτό συμβαίνει διότι το παιδί για να λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά πρέπει να δημιουργηθεί ένας ξεχωριστός προσωπικός ψυχικός χώρος , μακριά από τις – περισσότερες φορές, καλοπροαίρετες  –παρεμβάσεις της οικογένειας.